Τό πρῶτο βράδυ ἀτενίζαµε τ᾽ ἀστέρια,
µέχρι πού ξηµέρωσε.
Τό δεύτερο βράδυ ἀγναντεύαµε τή θάλασσα,
µέχρι πού τήν ἤπιαµε.
Τό τρίτο βράδυ ἔπρεπε νά χωριστοῦµε…
Τώρα κοιτάζω µόνος τή φωτιά µέσα στό τζάκι
σιγορουφῶντας τή θάλασσα
κι ἀκροβατῶντας στ᾽ ἀστέρια
µέχρι πού νά ξανασµίξουµε…
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατὰ βάση «ὂν ἐρωτικόν». Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά; «Κατ’ εἰκόνα» τοῦ πλαστουργοῦ του Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί», δημιουργήθηκε καὶ εἶναι ἐκ φύσεως εἰκόνα κι ἀντανάκλαση ἀγάπης.
Κι ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι Ἀπόλυτος, Ἀπόλυτη εἶναι κι ἡ Ἀγάπη Του. Οὕτως ὥστε, κάλλιστα νὰ δύναται νὰ νοηθεῖ ὡς «ἔρως». Καὶ μάλιστα, ἔρως, ὄχι κατὰ τ᾽ ἀνθρώπινα τὰ μέτρα τὰ φτωχά, ἀλλὰ «ἔρως μανικός».
Τοῦτος ὁ ἔρως παρακίνησε τὸν Θεό νὰ δημιουργήσει τὸν Κόσμο, γιὰ νὰ μεταδοθεῖ κι ἐξαπλωθεῖ ἡ Ἀγάπη ποὺ ἔχουν τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας μεταξύ τους. Καὶ τοῦτος ὁ ἔρως μεταλαμπαδεύθηκε, διὰ τοῦ ἐμφυσήματός Του, ὡς δύναμη κινήσεως καὶ θελκτική, στοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχή. Ψυχὴ «κτισθεῖσα λογικὴ καὶ νοερά», ἔχουσα «δύναμιν ὀρεκτικῆς ἐπιθυμίας καὶ πρὸς ἀνδρείαν ἔρωτος κινητικήν…»
Κι ἔτσι, κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ διαπνέεται φυσικὰ καὶ φυσιολογικὰ ἀπὸ ἀδιάπτωτη συμπάθεια πρὸς τὰ ἄλογα κτίσματα, φλογερὴ ἀγάπη πρὸς τὰ λογικὰ κι ἀκατάσχετο ἔρωτα πρὸς τὴν Ἀρχέφωτη Αἰτία τῶν ἁπάντων…
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεγάλος Ἐραστὴς καὶ Ἐρωμένος τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ἰσχύει ἐξίσου γιὰ ὅσους πιστεύουν σὲ Αὐτὸν καὶ γιὰ ὅσους δὲν πιστεύουν. Γιὰ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν, μὰ καὶ γιὰ ὅσους Τὸν ἀποστρέφονται. Ἰσχύει ἀκόμα καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀκούσει τίποτα γι’ Αὐτόν.
Μὲ τὸν Χριστὸ γεννηθήκαμε. Τὸ Φῶς Του μᾶς φώτισε ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς μας. Ἦταν τὸ πρῶτο-πρῶτο πράγμα ποὺ δεχθήκαμε ὅλοι ἐρχόμενοι στὸν κόσμο· τὸ πρῶτο ποὺ γνωρίσαμε. Κι αὐτὸ μᾶς σημάδεψε ἀνεξίτηλα καὶ θεϊκὰ γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη πορεία τῆς ὑπάρξεώς μας.
Ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ γνωρίζει τὸν Χριστό. Γνωρίζει τὸν Ἐραστή της κι αἰσθάνεται μεγάλη οἰκειότητα κι ἕναν ἀσίγαστο πόθο γι’ Αὐτόν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ πιὸ πολλοὶ δὲν δίνουμε βῆμα στὴ φωνὴ τῆς ψυχῆς μας, ἐκείνη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς μιλήσει γι’ Αὐτόν. Φιμωμένη καὶ παραμελημένη σὲ κάποιο σκοτεινό, βαθὺ ὑπόγειο, δὲν πρόφτασε ποτὲ νὰ μᾶς μιλήσει.
Οὔτε κἂν θυμᾶμαι πότε φίμωσα τὴν ψυχή μου. Πάντως, κάποια στιγμὴ τὴ φίμωσα· αὐτὸ εἶναι σίγουρο.
Ἀφότου γεννήθηκα καὶ γιὰ κάμποσο καιρό, τὸ Φῶς κι ἐγὼ ἤμασταν συνέχεια μαζί. Σύζυγοι πιστοί· ἀχώριστοι ἐραστές. Ἕνα σῶμα. Ἐκεῖνο μὲ ἔτρεφε, μὲ φύλαττε, μὲ νουθετοῦσε. Μὲ σόφιζε καὶ μοῦ ’δινε νὰ γνωρίζω καὶ νὰ κατανοῶ τὰ πάντα· τὰ πάντα. Γι’ αυτό, σὰν ἤθελα, μποροῦσα νὰ ἐπιλύω ὅλες τὶς ἀπορίες τῶν μεγάλων. Ἂν καὶ ἐκεῖνοι ἔμοιαζαν νὰ μὴν μ’ ἀκοῦν. Κι ὅ,τι Τοῦ ζητοῦσα, μοῦ τὸ ἔκανε· ὁτιδήποτε. Δὲν ἤθελε νὰ μοῦ χαλᾶ ποτὲ χατήρι. Ἐξ οὗ καὶ διαρκῶς συνέβαιναν τόσα θαύματα γύρω μου. Δὲν χόρταινα νὰ τὰ βλέπω νὰ συμβαίνουν. Οἱ μεγάλοι, ἀπὸ τὴν πλευρά τους, ἔμοιαζαν νὰ μὴν προσέχουν.
Μέχρι ποὺ –κάποια στιγμὴ– Τὸν παράτησα. Τὸν χώρισα, κι ἔμεινα μόνος. Δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς πότε. Τὸ Φῶς ἔσβησε μέσα μου… Κι ἔκτοτε, ἦταν σὰν νὰ μὴν Τὸν εἶχα γνωρίσει ποτέ. Σὰν νὰ μὴν ἦταν ποτὲ ὁ Ἐραστής μου. Σὰν νὰ μὴν κυλιστήκαμε ποτὲ μαζὶ στὴν ἴδια ἀμίαντη κοίτη. Σὰν νὰ μὴν ἤμασταν ποτὲ ἕνα. Ὅλοι μας σχεδόν, κάποτε τὸ κάναμε αὐτό.
Καὶ τράβηξα «γι’ ἄλλη γῆ καὶ γι’ ἄλλη θάλασσα». Σεργιάνι ἀτέρμονο σὲ δρόμους μακρυνοὺς μ’ ὑπόσχεση τ’ ἀστέρια – κι ἀναψυχὴ θαλάσσια πάνω σὲ πλοῖα πειρατῶν. Καὶ μιὰ φωτιὰ ἀλλότρια νὰ λαθροκροταλίζει μέσα μου, στὴ θέση τοῦ Φωτὸς…
Ἐκεῖνος ὅμως –ἀδυνατεῖ νὰ τὸ χωρέσει ἡ ἀνθρωπίσια λογική μου– δὲν μ’ ἀποστράφηκε. Μήτε μὲ ξέχασε ποτέ. Δὲν μίσεψε γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ νοῦς Του ἀπὸ μένα. Σεβάστηκε ἄκρως τὴ βουλή μου, μὰ καὶ συνέχισε, ἀπὸ τὴ μακρυνὴ Του ἐξορία, κρυφὰ νὰ μὲ τηρᾶ, νὰ νοιάζεται καὶ νὰ μοῦ κάνει τὰ χατήρια. Χωρισμένος, ἤτανε πάντοτε μαζί μου. Πλάϊ μου, ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ βαθειὲς καθόδους μου στὸν Ἅδη. Μέσα στὴ βάρβαρη ὀχλαγωγία τῆς ἀνομίας μου, μοῦ μίλαγε γλυκὰ στ᾽ αὐτί. Στὸν μαρασμὸ καὶ τὰ ἐρείπια, μοῦ σφούγγιζε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὶς στάλες. Καὶ δίχως ξαποσταμό, παντοῦ καὶ πάντα, νὰ μὲ περιτειχίζει ἀπὸ τὸν ὄλεθρο ποὺ ἐγκυμονοῦσα…
Ὁ Ἀμεταμέλητος τῆς οἰκουμένης Ἐραστής δὲν ἔπαψε ποτὲ ἀπὸ τοῦ νὰ ᾽ναι καὶ δικός μου, προσωπικὸς Νυμφίος. Ἀπὸ τῆς συλλήψεώς μου κιόλας, ἔβαλε τὴν ὑπογραφή Του στὸ προσκλητήριο τοῦ Γάμου μας, καὶ τώρα μοῦ ’κανε ξεκάθαρο πὼς «δὲν τὴν παίρνει πίσω». Κι ἂς πῆρα τὴ δική μου ἐγὼ μὲ τόση βιάση.
Πέρασαν ἔτσι χρόνια πολλά. Κι ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶδε κι ἀποεῖδε, λογάριασε πιὰ νὰ μοῦ δώσει μιὰ ἔσχατη εὐκαιρία. Εἶχε πρωτύτερα ὁ Ἴδιος ἑτοιμάσει, μὲ μέριμνα ξέχωρη καὶ τέχνη, τὴ θυμωμένη μου καρδιά, ὥστε, σὰν ἔρθει ἡ ὥρα, νὰ καταφέρει ν’ ἀρχίσει καὶ πάλι νὰ χτυπᾶ. Καὶ τότε κατῆλθε ἀπρόσμενα, «περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων», κι ἄγγιξε ἁπαλὰ –πολὺ ἁπαλὰ– τὴ φυλακισμένη καὶ φιμωμένη μου ψυχή. Κι εὐθύς, ἐκείνης ἡ φωνή, λεύτερη πιά, καὶ μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βραχνὸ ἀνακατωμένη –ὕστερα ἀπὸ τόση ἀφωνία– τινάχτηκε στὸν ἀέρα, σὰν κοίτασμα ὑπόγειο ποὺ ξυπνᾶ: «Τὸ ἤξερα ἐγὼ ὅτι Ἤσουν Ἐσύ! – καὶ Εἶσαι καὶ Θὰ Εἶσαι!…» Μέσα σὲ μιὰ φωτεινὴ στιγμὴ τοὺς εἶδα νὰ τὰ ξαναβρίσκουν καὶ νὰ περιπτύσσονται μὲ πάθος, πέρα ἀπὸ χρόνο, χῶρο ἢ αἴσθηση – κι ἐγὼ ἔστεκα νὰ κοιτάω ἐμβρόντητος…
Εἶχε ἔρθει –ἐπιτέλους– ὁ καιρὸς τῆς πιὸ γλυκειᾶς, ἄνευ ὅρων, παράδοσης. Ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια διάστασης, ξανάβαλα μεμιᾶς τὴν ὑπογραφή μου στὸ προσκλητήριο τοῦ Γάμου μας. Ὁ Ἐραστής μου ἔγινε καὶ πάλι Ἐρωμένος. Χαρὰ καὶ γλέντι ἀνέκφραστο στὸ σπιτικὸ γαμπροῦ καὶ νύφης…
Δὲ μένει τώρα παρὰ νὰ κρατήσω ἕως τέλους τὸν νέο «λόγο» ποὺ ἔδωσα καὶ τῆς νέας ἀρχῆς τὶς υποσχέσεις. Νὰ μείνω στὸ ἑξῆς πιστὸς κι ἁγνὸς φύλακας ἑνὸς τέτοιου Βασιλικοῦ ἀρραβῶνος. Ἀλλὰ καὶ νὰ καταφέρω νὰ γνωριστῶ ἀληθινὰ καὶ σὲ βάθος μὲ Αὐτὸν ποὺ ὄργωσε γῆ καὶ θάλασσα, γιὰ νὰ μὲ ξαναβρεῖ καὶ νὰ μὲ φέρει πίσω στὴ Θεϊκή του ἀγκάλη. Καὶ φυσικά, νὰ ἐξασφαλίσω ἕνα κατάλληλο κι εὐπρεπισμένο γαμήλιο ἔνδυμα. Νὰ λαμπικαριστεῖ, δηλαδή, καὶ νὰ λευκανθεῖ ἡ προτέρα μου στολή, τὴν ὁποία στὸ μεταξὺ τόσον κατερρύπωσα. Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι Ἐκεῖνος θὰ τὸ κάνει κι αὐτό.
Ἐπιτέλους, τέρμα οἱ προσωπικὲς ἀναζητήσεις κι ἐφευρέσεις· τέρμα οἱ διαρκεῖς ἐπινοήσεις καὶ ἰδιοκατασκευὲς τεχνητῶν ἐξωτερικῶν φωτισμῶν. Τέρμα τὰ φανταχτερὰ καὶ γελοῖα κοστούμια ἀπὸ ξυλοκέρατα καὶ φύλλα δένδρων. Γύρισα πιὰ Σπίτι. Κι ἔχω στὴ διάθεσή μου ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ κοπιάσω στὸ ἐσωτερικὸ γναφεῖο τῶν ἀΰλων δακρύων, καρτερώντας μὲ ὑπομονὴ ἐρωτικὴ τὴν ἔλευση τοῦ Κύρη μου, σὰν φτάσει τὸ ἑσπέρας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκ φύσεως «ὂν ἐρωτικόν». Κι ὁ ἀληθὴς χριστιανὸς κατ’ ἐξοχήν. Εἶναι ὁ «κατ’ εἰκόνα» γενόμενος ἐραστὴς τοῦ Μόνου Μεγάλου Ἐραστοῦ. Κι εἶναι ἐκεῖνος ποὺ –ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τῆς ἐρωτικῆς Θείας πυρκαγιᾶς στὴν πλατυσμένη καὶ πεντακάθαρη καρδιά του– ἔχει τὴν ἀνδρεία νὰ ἐρωτευθεῖ πραγματικὰ κι ἀνεξαιρέτως ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἑπομένως, εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἐρωτευθεῖ πέρα ἕως πέρα ἀληθινά.
Μοναχοῦ Ἁγιορείτου