Νύχτα βαθειά. Μέσα Ἀπριλίου 2020. Ἀγρυπνία σέ μία ἀπό τίς μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἔχουν ἤδη μαζευτεῖ στὸ καθολικό, τὸν κεντρικὸ ναό, καὶ βρίσκονται καθισμένοι στὰ στασίδια τους. Ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἡσυχία. Ὅπου νὰ ’ναι θὰ ἀρχίσει ἡ Ἀγρυπνία. Τὸ σκοτάδι στὸν ναὸ διακόπτεται μονάχα τοπικὰ ἀπὸ τὰ πολύχρωμα καντήλια καὶ ἀπὸ κάποια, λιγοστά, κεράκια. Ἡ ἀναλογία σκότους-φωτὸς εἶναι ἡ ἰδανικὴ γιὰ τὴν περίσταση. Βλέπεις τὰ πάντα, χωρὶς νὰ βλέπεις τίποτα. Ὁτιδήποτε τὸ ἠλεκτρικὸ ἀπουσιάζει παντελῶς.
Ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ Ἱεροῦ ἀκούγεται τὸ ἁπαλὸ μεταλλικὸ χλιμίντρισμα τοῦ θυμιατοῦ, καθὼς ὁ ἱεροδιάκονος ἀρχίζει νὰ θυμιάζει τὸν χῶρο. Ξεκινώντας ἀπὸ τὸ Ἱερό, περνάει στὸν Κυρίως Ναὸ καὶ ὕστερα στὴν Λιτή, θυμιάζοντας ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ ὅλους τους πατέρες, ἕναν πρὸς ἕναν…
Ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι δὲν κατάφερα νὰ ξεκουραστῶ, ὅσο θὰ ἤθελα, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀγρυπνία. Γι’ αὐτό, καθὼς ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὸν ναό, τὸ σῶμα μου προσπάθησε νὰ μοῦ ὑποβάλει τὶς συνήθεις λογικοφανεῖς του ἐνστάσεις, ἐνῶ τὸ κάπως βαρύ μου κεφάλι μοιάζει σὰν νὰ πολιορκεῖται ἀπὸ ἕνα ἀδιόρατο νέφος ψιθυρισμῶν, ποὺ βουΐζουν γύρω του σὰν ἔντομα.
Καθώς, ὅμως, ὁ ἦχος τοῦ θυμιατοῦ πλησιάζει ἀργὰ πρὸς τὰ διπλανὰ στασίδια, αἰσθάνομαι τὸ κεφάλι μου, κατὰ ἕναν «μαγικὸ» τρόπο, νὰ καθαρίζει ἀπότομα, καὶ μία εἰρηνικὴ κατάσταση νὰ ἐνσταλάζεται στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου. Παράξενο πράγμα, σκέφτομαι… Νὰ ’ναι τὸ ἠχόχρωμα ἀπὸ τὸν γλυκὺ κροταλισμὸ τῶν κουδουνιῶν τοῦ θυμιατοῦ ποὺ ψυχολογικὰ μὲ κατεύνασε; Ἢ μήπως νὰ ἐπέδρασε πάνω μου ἡ Χάρις τῶν –ποιὸς ξέρει πόσων– ἁγιασμένων πατέρων τῆς μονῆς ποὺ θυμίασαν ἢ θυμιάστηκαν ἀπὸ τοῦτο ἐδῶ τὸ θυμιατό, ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἢ καὶ αἰῶνες; Ἢ ἁπλῶς εἶναι ἡ εὐλογία τῆς ἁγιαστικῆς λειτουργικῆς πράξης; Μυστήριο… Παύω, ὅμως, νὰ πολυπραγμονῶ. Δέχομαι μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ συγκεντρώνομαι…
Ἡ Ἀγρυπνία μόλις ἄρχισε. Ὁ Γέροντας, δηλαδὴ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ἀπαγγέλλει ἀργὰ καὶ καθαρὰ τὸν προοιμιακὸ ψαλμό, μὲ τὴν γνωστὴ ταπεινή μεγαλοπρέπειά του. Ἡ φωνή του ἀντηχεῖ μέσα στὸ μισοσκότεινο ναὸ σὰν αὐστηρὸ καὶ συνάμα χαρμόσυνο οὐράνιο διάγγελμα, ποὺ θαρρῶ πὼς γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἄκουσα μέσα στὴν μήτρα τῆς μητέρας μου… Ἀμέσως μετά, οἱ δύο χοροὶ τῶν πατέρων –δεξιὰ κι ἀριστερὰ– ἀρχίζουν νὰ ψάλλουν μελωδικὰ καὶ ἀντιφωνικὰ τοὺς ὑπόλοιπους εἰσαγωγικοὺς ψαλμοὺς τοῦ Ἑσπερινοῦ. Σήμερα εἶναι Κυριακὴ τῶν Βαΐων.
Δὲν ἔχουμε ἀκόμα μπεῖ στὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ὅταν ἡ εἰρήνη, ποὺ εἶχε προηγουμένως ἁπλωθεῖ στὴν ψυχή μου, ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ μετατρέπεται σὲ χαρά… Χαρὰ ἔντονη ἀλλὰ καὶ λεπτή… Τὴν ξέρω καλὰ αὐτὴν τὴν χαρά. Τὴν ἔνιωσα καὶ χθές, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, στὴν βραδυνὴ ἀκολουθία. Τὴν αἰσθάνομαι κάθε χρόνο τὶς δύο ἐτοῦτες ἡμέρες πρὸ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Αὐτὴ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι ψυχολογικοῦ τύπου, οὔτε ἀποτέλεσμα κάποιων συλλογισμῶν ποὺ καλλιέργησα. Αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι Οὐράνια.
Παρ’ ὅτι δὲν ἔχω τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ θεολογῶ ἢ νὰ ἐπεξηγῶ τὶς Γραφές, δὲν μπορῶ, ὅσο καὶ ἂν προσπαθήσω, νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ μυαλό μου τὴν σκέψη –ἢ μᾶλλον τὴν αἴσθηση– ὅτι αὐτὴ ἡ Χαρὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια μὲ τὴν Χαρὰ ποὺ ἔνιωσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν εἶδαν τὸν Χριστὸ νὰ ἀνασταίνει μὲ ἕνα Του κέλευσμα τὸν τετραήμερο νεκρὸ Λάζαρο. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη μπορεῖ συναισθηματικὰ νὰ κατακλύζονταν ἀπὸ τὸ θάμβος. Μπορεῖ ὁ ὀρθολογισμός τους νὰ τοὺς προέτρεπε νὰ δοῦν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἐπιποθούμενο ἐπίγειο βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ἐνδόμυχα, ὅμως, ἡ καρδιά τους τοὺς ἔστελνε ἄλλα, «νέα» μηνύματα. Τὸ μήνυμα ὅτι «ΝΙΚΗΘΗΚΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!». Εἶναι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μήνυμα ποὺ αἰσθάνομαι νὰ λαμβάνει σήμερα καὶ ἡ δική μου ταλαίπωρη καρδιά.
Ἡ Χαρὰ τῶν Ἰουδαίων ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα στὴν Βηθανία πιστεύω ὅτι μεταλαμπαδεύτηκε –καὶ κορυφώθηκε– λίγες ἡμέρες ἀργότερα στὴν Ἱερουσαλήμ. Τὴν Κυριακὴ ἐκείνη –ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν καλεῖ «Κυριακὴ τῶν Βαΐων» καὶ τὴν ἑορτάζει τὴν ἐπαύριον τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου– ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστός, εἰσῆλθε στὴν Ἱερὴ Πόλη καθισμένος ἐπάνω σὲ ἕνα γαϊδουράκι, ἐνῶ γύρω του ἀναρίθμητα πλήθη Ἑβραίων κάθε ἡλικίας τὸν ἐπευφημοῦσαν ἔξαλλα. Εἶχαν ὅλοι πληροφορηθεῖ τὸ τεράστιο θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, νωρίτερα στὴν Βηθανία. Ἀλλά, τὸ βασικότερο, εἶχαν ὅλοι «τρωθεῖ» στὴν καρδιά τους ἀπὸ τὴν Χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως…
Ἡ Χαρὰ αὐτὴ τοὺς εἶχε κάνει ἀλλόφρονες – ὅπως θὰ λέγαμε στὴν καθομιλουμένη, «τρελοὺς ἀπὸ χαρά». Ἀπόδειξη, νομίζω, ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μεγάλοι καὶ μικροὶ ἔκαναν τὰ ἴδια πράγματα. Συνήθως τὰ παιδιὰ καὶ οἱ ἐνήλικες ζοῦν σὲ δύο «ἀσύμβατους» μεταξύ τους κόσμους, μὲ διαφορετικὲς προσλαμβάνουσες, ἀντιλήψεις, ἐπιδιώξεις καὶ ἐνέργειες. Ἐκείνη τὴν Κυριακὴ ὅμως, οἱ καρδιὲς ὅλων, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, xτυποῦσαν στὸν ἴδιο παλμό. Ἔβλεπες τότε πρεσβύτερους μὲ παιδαριῶδες φρόνημα καὶ παιδιὰ μὲ σοφία γεροντική. Ἐνήλικες νὰ πετοῦν τὰ ροῦχα τους στὴν λάσπη καὶ νὰ σκαρφαλώνουν στὰ δένδρα, γιὰ νὰ κόψουν κλαδιὰ φοινίκων, καὶ παιδιὰ νὰ ὑμνολογοῦν ὁμαδικὰ μὲ λόγια μεγάλου θεολογικοῦ βάθους: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα συλλογισμῶν ἢ κάποιας ἀνθρώπινης παρέμβασης ἀλλὰ ἐπισκίαση τῆς Θείας Χάριτος. Ἦταν τὸ βίωμα τῆς Χαρᾶς τῆς Αἰωνίου Ζωῆς – ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο. Μέχρι τότε, σποραδικὰ μόνον εἶχε ἀποτελέσει ἀτομικὸ βίωμα τῶν Προφητῶν καὶ Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῶν Ἀποστόλων. Ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ λαμπρὴ «συνευωχία» ἀνθρώπων πασῶν τῶν ἡλικιῶν στὰ προπύλαια τῆς Ἱερῆς Πόλης, μὲ τὸν Θεάνθρωπο ὡς ἐπίκεντρο, ἀποτελοῦσε ἴσως μία προτύπωση τῆς Μέλλουσας Ζωῆς, κατὰ τὴν ὁποία γῆρας καὶ θάνατος θὰ ἔχουν καταργηθεῖ –καὶ ἑπομένως κάθε ἡλικιακὴ διαφορὰ– ὁ δὲ Θεὸς θὰ λάμπει ἐν μέσω τῶν σεσωσμένων ὡς ἱλαρὸς ἥλιος ἐν μέσω φωτεινῶν ἀστέρων…
Κάποιοι ἀποκαλοῦν τὴν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως πρωϊνὴ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου «πρώτη Ἀνάσταση». Ἐγὼ αἰσθάνομαι, καὶ θὰ ἤθελα νὰ ὀνομάσω, ὡς «Πρώτη Ἀνάσταση» αὐτὴν τοῦ Λαζάρου, ποὺ τὴν ἑορτάζουμε ἑπτὰ ἡμέρες ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Φυσικά, δὲν δογματίζω· ἁπλῶς ἐκφράζω αὐτὸ ποὺ νιώθει ἡ καρδιά μου. Καὶ τὸ βίωμα αὐτό, σίγουρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ δικό μου. Προφανῶς εἶναι βίωμα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναλογίζομαι μάλιστα: ἐὰν ἐγώ, ποὺ βρίσκομαι μόλις στὴν πρώτη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακας, μὲ τὴν ψυχή μου καταβαρημένη ἀπὸ τὰ πάθη, βιώνω τόση χαρά, πόση ἄραγε χαρὰ βιώνουν οἱ πνευματικὰ «κεκαθαρμένοι», οἱ ἐνάρετοι ἢ οἱ ἅγιοι; Καὶ δὲν ὁμιλῶ γιὰ τὸν Οὐρανό, ἀλλὰ γιὰ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἀκόμη στὴν Γῆ. Ἄραγε πόση χαρὰ βιώνει ὁ Γέροντάς μου αὐτὴν τὴν στιγμή;
Νοῦς καὶ καρδιὰ ἰλιγγιοῦν σὲ τέτοιες σκέψεις… Γρήγορα, ὅμως, συνειδητοποιῶ ὅτι κινδυνεύω νὰ παρασυρθῶ σὲ ἕναν ἐπικίνδυνο κυκλώνα «εὐδαιμονίας», σὲ μία εἰδωλολατρία τῆς εὐτυχίας. Νοερὰ ἀποτραβιέμαι ἀπότομα, σὰν ἀπὸ βοῦρκο. Ὅσο αὐθεντικὴ ἡ χαρά, ὅσο πληρωτικὴ καὶ ἂν εἶναι, δὲν μπορῶ νὰ τὴν φανταστῶ ὡς αὐτοσκοπό. Τὸ πραγματικὰ ἐπιθυμητό, τὸ «ὄντως ἐφετόν», δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ αἰτία τῆς Χαρᾶς, καθὼς καὶ ὅ,τι ἀληθινοῦ, ἡ πηγὴ τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ὕπαρξης, ὁ «περὶ πάντας ἀγαθός» Πατὴρ ὅλων μας Θεός…
«Ἄχ, Θεέ μου!» – ἀκόμα καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ξαφνιάζομαι ἀπὸ τὸν βαρύ, ἄηχο ἀναστεναγμὸ ποὺ βγαίνει ἀκούσια ἀπὸ μέσα μου. «Γιατί νὰ μὴν σὲ γνωρίζουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς Γῆς; Γιατί νὰ μὴν μποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ γευθοῦν τὴν Χαρὰ τῆς Οὐρανίου Βασιλείας σου; Καὶ τί, ἄραγε, μπορῶ νὰ κάνω ἐγὼ γι’ αὐτό;»
Δὲν προλαβαίνω νὰ ὁλοκληρώσω τὰ ἐρωτήματά μου, ὅταν ἄξαφνα μοῦ ἔρχεται στὸ μυαλὸ ἡ πιὸ ἀπρόσμενη σκέψη. Ἡ πιὸ παράξενη παρομοίωση. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκομαι τώρα καὶ οἱ διαλογισμοί μου παραλληλίζονται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἥρωα ἑνὸς τραγουδιοῦ τῆς νεότητάς μου. Πρόκειται γιὰ τὸ τραγούδι «Space oddity» τοῦ David Bowie. Οἱ στίχοι τοῦ τραγουδιοῦ αὐτοῦ παρουσιάζουν τὸν πρωταγωνιστή, κοσμοναύτη Major Tom, νὰ βρίσκεται αἰωρούμενος στὸ διάστημα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν πλανήτη Γῆ. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, μέσα στὴν διαστημική του στολή, ἀτενίζει ἀπὸ τὴν μία μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ τὸ ἀπέραντο μεγαλεῖο τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν θλιμμένη ὀμορφιὰ τοῦ μοναχικοῦ πλανήτη Γῆ…
Planet Earth is blue
And there is nothing I can do…
Ἔτσι καὶ ἐγώ, μέσα στὸ ἀχανὲς ἡμίφως τῆς Ἁγιορείτικης Ἀγρυπνίας καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ περισυλλογὴ τοῦ μικροῦ μου στασιδιοῦ, αἰσθάνομαι σὰν νὰ βρίσκομαι αἰωρούμενος ἀνάμεσα σὲ δύο κόσμους. Ἀπὸ τὴν μία, αὐτοῦ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀοράτως ἀλλὰ αἰσθητῶς τὴν αἰσθάνομαι νὰ ξεχύνεται ἄφθονη στὰ κτίσματα τῆς Δημιουργίας Του καὶ σὲ ἐμένα τὸν ἀνάξιο. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἑνὸς ἐπίγειου κόσμου ποὺ –ὄντας σὲ πλήρη ἄγνοια περὶ τῆς ὑπάρξεως τῶν Θείων Ἐνεργειῶν– ἀγκομαχᾶ μέσα στὴν ἀπομόνωση, τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη του. Ὅπως ὁ κοσμοναύτης Tom, ἔτσι καὶ ἐγώ, δὲν μπορῶ παρὰ νὰ παραδεχθῶ τὴν ἀδυναμία μου, νὰ μεταγγίσω ἔστω λίγο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ πρώτου στὸν δεύτερο…
Ὑπάρχει, ἐντούτοις, μία μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἥρωα τοῦ τραγουδιοῦ καὶ ἐμένα. Ἐγὼ πατῶ καὶ μὲ τὰ δύο μου πόδια γερὰ στὴν γῆ, ἐνῶ τὸ πνεῦμα μου ἀνέρχεται καὶ συναντᾶ πραγματικά, βιωματικά, ὑπαρξιακά, προσωπικὰ –ἔστω καὶ ἀτελῶς– τὴν Χάρη ποὺ ἀφειδῶς τοῦ παρέχεται ἄνωθεν «ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων…». Ἀντίθετα, ὁ μοναχικὸς κοσμοναύτης Tom αἰωρεῖται στὸ παγερὸ καὶ σκοτεινὸ διάστημα –στὸ ἀπόλυτο κενὸ– χωρὶς νὰ μετέχει κανενὸς ἐκ τῶν δύο κόσμων ποὺ κατοπτεύει· μετέωρος «ἀνὰ μέσον οὐρανοῦ καὶ γῆς», ὡς νέος Ἀβεσσαλώμ. «Ἐνδεδυμένος» τὴν τεχνολογία καὶ ἔχοντας ἐξ’ ὁλοκλήρου βασίσει τὴν ἐπιβίωσή του σὲ αὐτήν, ὁρᾶ καὶ θαυμάζει τὴν κτίση, «ἀλλ’ οὐ τὸν Κτίσαντα»…
Γνωρίζω καλὰ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Βρισκόμουν κάποτε καὶ ἐγὼ πνευματικὰ στὴν θέση τοῦ κοσμοναύτη Tom (φέροντας, μάλιστα, κρυπτογραφικὰ τὸ ἴδιο ὄνομα: «ἄπιστος Θωμᾶς»). Ἤμουν καὶ ἐγὼ μετέωρος στὸ ἀπόλυτο τίποτα, μὲ ἑκατομμύρια σκέψεις στὸ μυαλὸ καὶ χίλιες δεξιότητες, ἐντούτοις δίχως μία σταγόνα Γνώσης… Ἀλλὰ ὁ ἀνεξίκακος Θεὸς μὲ πῆρε στοργικὰ στὴν χούφτα Του καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα καὶ προσοχὴ –ὅπως κανεὶς πιάνει ἕνα μικρὸ πουλάκι– μὲ κατέβασε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ προσγείωσε. Μὲ προσγείωσε, γιὰ νὰ μὲ ἀπογειώσει, αὐτὴν τὴ φορὰ γιὰ τὰ καλά, μὲ τὸ δικό Του Νοερὸ Διαστημόπλοιο… Πῶς νὰ μὴν Τὸν δοξάζω;
Ὅλες οἱ παραπάνω σκέψεις καὶ εἰκόνες περνοῦν ἀπὸ τὸ μυαλό μου μέσα σὲ ἀπειροελάχιστο χρονικὸ διάστημα, σχεδὸν «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ»…
Βλέπω ὅμως ὅτι ὁ ἀκάθεκτος εἱρμὸς τῶν λογισμῶν μου κινδυνεύει νὰ μὲ βγάλει ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἀγρυπνίας. Μόλις τὸ συνειδητοποιῶ, κόβω ἀμέσως, σὰν μὲ μαχαίρι, τὸ νῆμα τῶν σκέψεων καὶ βυθίζομαι στὴν προσευχή… Μοῦ εἶναι τόσο εὔκολο, παρατηρῶ… Συνήθως ἀπαιτεῖται νὰ καταβάλλω ἀρκετὴ προσπάθεια γιὰ νὰ συγκεντρώσω τὸν νοῦ μου στὴν προσευχή, ἀλλὰ τώρα λὲς καὶ δὲν χρειάζεται κἂν νὰ προσπαθήσω· λὲς καὶ αὐτὴ μὲ προσκαλεῖ κοντά της. Εἶναι ἡ Χάρις τῆς ἑορτῆς. Ἔχω πλέον εἰσέλθει στὸ «πεδίο ἕλξης» τοῦ πλανήτη τοῦ Θείου Ἐλέους…
Βιάζομαι νὰ ἀπορρίψω ἀπὸ τὸν νοῦ μου ἀκόμα καὶ τὸ τελευταῖο ἴχνος «ἰδίου λόγου», σὰν ἔσχατο ἀπόβαρο ἀπὸ ἕνα ἀερόστατο ποὺ ἀνέρχεται πρὸς τὸν οὐρανό, ἢ σὰν –ἄχρηστο πλέον– προωθητικὸ διαστημικὸ μηχανισμό. Καὶ ἀφήνομαι νὰ μὲ παρασύρει ἡ ἀγαπητικὴ ἕλξη τοῦ Νέου Πλανήτη. Ἀφήνομαι, χωρὶς νὰ φοβᾶμαι πρόσκρουση ἢ συντριβή. Ἀφήνομαι καὶ παραδίνομαι…
Ground Control to Major Tom
Ground Control to Major Tom…
Can you hear me, Major Tom?
Can you hear me, Major Tom?…
Μοναχού Αγιορείτου