Τὸ βλέμμα στὴν εἰκόνα

«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ…»

Ἔχω στὸ κελλί μου μία εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος, ἀντίγραφο πολὺ γνωστῆς ἁγιογραφίας, ἱεροτάτου καλλιτέχνη. Τὴν εἰκόνα αὐτὴ δὲν τὴν βρῆκα ἐγώ, ἀλλὰ ἐκείνη ἐμένα. Μὲ περίμενε κρεμασμένη στὸν τοῖχο· στὸ ἴδιο ἀκριβῶς σημεῖο ποὺ βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα.

Δὲν ξέρω ἐὰν εἶναι θεμιτὸ ἢ δυνατὸ νὰ προσπαθήσει νὰ περιγράψει κανεὶς –ἰδιαίτερα ἐὰν εἶναι πνευματικὰ νεόκοπος– τὴν «σχέση» ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν καὶ σὲ μία εἰκόνα. Νομίζω πώς, ἐὰν κάτι τέτοιο τελικὰ ἐπιχειρηθεῖ, δύναται καὶ εἶναι θεμιτὸ νὰ γίνει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ ἕνα πνεῦμα «ἱερῆς ἀφέλειας», τόσο ἀπὸ πλευρᾶς ἀφηγητοῦ ὅσο καὶ ἀκροατοῦ…

«…δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας».

Ὑπάρχουν φορὲς πού, καθὼς στέκομαι ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τοῦ Σωτῆρος, ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἱλαρό Του βλέμμα –ἑστιασμένο σθεναρὰ, ὅσο καὶ ἀτάραχα, ἐπάνω μου– μὲ περιλούζει ἄφθονα μὲ τὸ ἀπαύγασμα μιᾶς γαλήνιας ἔκρηξης φωτὸς ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του. Καὶ τότε, ἐκεῖνοι οἱ ἀπερίγραπτοι καὶ ὄχι πιὰ ζωγραφιστοὶ ὀφθαλμοὶ, παίρνουν μέσα στὸ ἄπλετο φῶς τὴν ὑπερκόσμια ἔκφραση ἑνὸς ἐκτυφλωτικοῦ ξεχειλίσματος ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης Οὐράνιας· ἀναμεμειγμένης, ὡστόσο, μὲ τὸ ἀμυδρὰ γήϊνο, στοργικὸ μειδίαμα πλουσιοκάρδιου πατρὸς πρὸς ἠγαπημένον υἱὸν, τὸ ὁποῖο θαρρεῖς πὼς μόλις καταφέρνει καὶ ξεγλυστρᾶ στὸ αἰσθητὸ ἐπίπεδο, παρὰ τὴν θέλησή Του.

Καὶ τότε στέκομαι νὰ κοιτῶ σὰν χαζός, ἀναλογιζόμενος μὲ παιδικὴ ἀπορία: «Μὰ τί ἔκανα, γιὰ νὰ μὲ ἀγαπᾶ τόσο πολὺ ὁ Κύριος;…» Προφανῶς, τίποτα ἀπολύτως, μοῦ ὑπενθυμίζω. Ἁπλῶς, ἡ ἀληθινὴ πατρικὴ ἀγάπη δὲν ζητᾶ ἀφορμὴ ἢ αἰτία γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ.

Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες φορές, ποὺ αἰσθάνομαι τὸν Σωτήρα νὰ μὲ ἀτενίζει μὲ μία ἀνησυχητικὰ αἰνιγματικὴ αὐστηρότητα, ποὺ ὅσο καὶ ἂν θέλω νὰ προσποιηθῶ πὼς δὲν ἀντιλαμβάνομαι, μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸ κάνω. Ἤ, ἀκόμα χειρότερα, Τὸν βλέπω νὰ ἑστιάζει, διακριτικὰ μέν, ξεκάθαρα δέ, τὸ βλέμμα Του μακριὰ ἀπὸ ἐμένα, οὕτως ὥστε, ὅπως καὶ ἂν βαλθῶ νὰ τὸ ἀναζητήσω –πλησιάζοντας ἢ ἀπομακρυνόμενος– νὰ μὴν μπορῶ μὲ τίποτα νὰ τὸ κάνω νὰ διασταυρωθεῖ μὲ τὸ δικό μου.

Καὶ τότε –σὰν σκανδαλιάρικο παιδὶ ποὺ προφασίζεται ἄγνοια ἢ πού, ἀφιονισμένο ἀπὸ τὴν ἔξαψη τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς ἡμέρας, ἔχει χάσει σχεδὸν κάθε ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο– ἀναρωτιέμαι μέσα μου: «Μὰ τί ἔκανα, γιὰ νὰ μὲ ἀποστρέφεται ὁ Κύριος;…»

Ἄλλοτε πάλι –καὶ χωρὶς ποτὲ τὸ Θεανδρικὸ πρόσωπο νὰ χάνει κάτι ἀπὸ τὴν ὑπεργαλήνια σοβαρότητά Του– τὸ Θεῖο ἐκεῖνο βλέμμα, ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἔχει γίνει γιὰ ἐμένα: βάλσαμο καὶ ἰαματικὴ περίδεση σὲ πνευματικοὺς τραυματισμούς, λιμένας συγκατάβασης στὸν ἀκάθεκτο χείμαρρο τῶν σφαλμάτων μου, μητρικὴ κατανόηση στὸ πλέγμα τῶν ἀτελειῶν μου, βουκέντρα ξυπνήματος ἀπὸ ἀναιδεῖς λογισμούς, ὀνειροπόλησης ἢ ραθυμίας ἀντίδοτο, ὄμμα παρακλήσεως ἐν καιρῶ πειρασμῶν, διασκορπισμὸς τῆς ἀπογνώσεως, περιγέλασμα τῆς ὑπερηφανείας μου, κενοδοξίας βλοσυρὴ διαπόμπευση, κατακρίσεων ἐντροπή, σπλάγχνων καὶ καρδίας συνέγερση, ἀναπτέρωση θείου ἔρωτος, καὶ τέλος –ἐὰν ὄχι ἀρχὴ– ὑποτύπωση τοῦ «κατ’ εἰκόνα», ἐπεξήγηση καὶ ὀπτικὴ ὑπενθύμιση αὐτοῦ.

Καὶ ὅλα τὰ παραπάνω –πῶς νὰ τὸ περιγράψω;– ἀφοπλιστικὰ προχέοντα, τὶς περισσότερες φορὲς προτοῦ προλάβω νὰ ἀναρωτηθῶ, νὰ ζητήσω ἢ ἀκόμα καὶ νὰ σκεφθῶ. Πολὺ συχνὰ δέ, ἐνάντια σὲ ὅλα ὅσα ἐκείνη τὴν στιγμὴ πιστεύω ὅτι μοῦ συμβαίνουν ἢ νομίζω ὅτι αἰσθάνομαι ἢ θεωρῶ ὅτι εἶμαι. Παράδοξα καὶ πρωτόγνωρα· ἀλλὰ καὶ αὐτονόητα, ἁπλούστατα καὶ προφανῆ. Ξένα, μὰ καὶ σὰν νὰ τὰ γνώριζα ἀπὸ πάντα. Κτῆμα δικό μου, ἀλλὰ καὶ χάρισμα.

«Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος…»

Δὲν ξέρω ἐὰν ἔχει ἀκόμα περισσέψει καθόλου «πνεῦμα ἱερῆς ἀφέλειας», γιὰ νὰ προσθέσω ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, συνήθισα αὐθόρμητα νὰ ἐμπιστεύομαι «υἱικῶς» τὸ βλέμμα τοῦ Σωτῆρος στὴν εἰκόνα· νὰ τὸ σέβομαι εὐλαβικὰ καὶ νὰ προσπαθῶ ταπεινὰ κάθε φορὰ νὰ τὸ προσλαμβάνω, χωρὶς νὰ προσπαθῶ νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσω.

Δίχως τάση ὑπερβολῆς ἢ «ποιητικῆς ἀδείας», τὸ ἅγιο καί στὴν βάση του πάντοτε ἱλαρὸ τοῦτο βλέμμα –«οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος»– ἔχει γίνει κάτι σὰν πνευματικό μου βαρόμετρο. Πηγὴ ἑρμηνείας καὶ νῆμα νοήματος τῆς ἐσωτερικῆς μου πάλης. Μυστικὸ ἔρεισμα, κέρασμα καὶ καταφυγή. Γλυκεία βάση ἀνεφοδιασμοῦ, οὐδέποτε στειρεύουσα, ἀλλὰ καὶ ἀείποτε ἀρρήτως κεκρυμμένη – ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐμένα τὸν ἴδιο.

Χάρη σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, δύναμαι νὰ πῶ ὅτι ἔχω νιώσει στὸ πετσί μου –χωρὶς νὰ τὸ διδαχθῶ ἀπὸ κανέναν– τὴν ἀβυσσαλέα διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ ἕναν ζωγραφικὸ πίνακα καὶ σὲ μία ἁγιογραφία. Χάρη σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, τολμῶ νὰ ἰσχυριστῶ ὅτι ἔχω κατανοήσει πέρα γιὰ πέρα γιατί κάποιοι ἄνθρωποι, ὅταν σὲ προηγούμενες ἐποχὲς χρειάστηκε, θυσίασαν ἀκόμα καὶ τὴν ζωή τους ὑπερασπιζόμενοι τὶς θεῖες εἰκόνες καὶ τὰ ἱερὰ δόγματα περὶ τῆς ἁγίας καὶ ἁγιαστικῆς προσκυνήσεώς τους.

Χάρη σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα –σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἀπὸ Θεοῦ συγκατάβαση– ἐπιλύονται στὸ βάθος τοῦ μυαλοῦ μου, μὲ κάποιον πολὺ ἁπαλὸ καὶ ἀνεξήγητο τρόπο, ὅλες μου οἱ ἀπορίες, ἐκφρασμένες ἢ ἀνέκφραστες, καὶ μοῦ ἐπεξηγοῦνται «εὐκαίρως ἀκαίρως» τὰ πάντα…

«Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο…»

Μοναχοῦ Ἁγιορείτου