Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ καὶ ἀπόσταση ἀνάμεσα σὲ κάποιον ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, σὲ κάποιον ποὺ πηγαίνει τακτικὰ στὴν ἐκκλησία καὶ σὲ κάποιον ποὺ κάνει Μυστηριακὴ ζωή… Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ παρομοιάσει, τολμηρὰ ἴσως, τὶς τρεῖς αὐτὲς καταστάσεις, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι ὁ πρῶτος μοιάζει μὲ κάποιον βαριὰ ἀσθενῆ, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι στὴν πόλη του ὑπάρχουν καλὰ νοσοκομεῖα καὶ ἰατροὶ καὶ ἀρκεῖται σὲ αὐτό. Ὁ δεύτερος μοιάζει μὲ κάποιον βαριὰ ἀσθενῆ, ποὺ κατὰ καιροὺς ἐπισκέπτεται νοσοκομεῖα καὶ ἀκροάζεται ἰατρικὲς συζητήσεις καὶ συμβουλὲς σχετικὰ μὲ τὴν ἀσθένειά του καὶ ἀρκεῖται σὲ αὐτό. Καὶ ὁ τρίτος μοιάζει μὲ κάποιον βαριὰ ἀσθενῆ, ποὺ ἔχει βρεῖ τὸν κατάλληλο ἰατρὸ γιὰ τὴν ἀσθένειά του καὶ ἀκολουθεῖ τὴ θεραπευτική του ἀγωγή.
Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Ἐξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, κλπ.) δὲν ἀποτελοῦν παρὰ ὕψιστα θεραπευτικὰ μέσα τῆς νοσοῦσας καὶ ἐκπεσούσας μας ψυχῆς, ποὺ στόχο ἔχουν τὴν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της καὶ τὴν ἐπαναφορά της στὸ πρωταρχικὸ “ἄρρητο κάλλος” της. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν τὴν ὑψηλὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν φυσιολογικὰ ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ τὴν Πτώση. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν τὸ μέγεθος τῆς παραμορφώσεως καὶ τῆς ἀσθένειας στὶς ὁποῖες ἔχει περιπέσει ἔκτοτε ἡ ἀνθρώπινη φύση – ἀφοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς βασικὲς ἀρχές τῆς φυσιολογίας, ἡ ἀσθένεια ὁρίζεται σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὡς ὑγιαίνουσα κατάσταση. Ἐὰν ἀγνοοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ φυσιολογικὴ κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τότε μᾶς εἶναι παντελῶς ἀδύνατον νὰ διαγνώσουμε καὶ τὴν ἀσθένεια στὴν ὁποία βρίσκεται.
Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ἐνόσω ἀκόμα βρισκόταν στὴ Γῆ. Προσφέρθηκαν στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση καὶ εὐσπλαγχνία Του καὶ μέχρι σήμερα τοῦ προσφέρονται μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Του. Ὁ Θεάνθρωπος τὰ συνέστησε καὶ τοῦ τὰ χάρισε, ὄχι γιὰ νὰ τοῦ παραδώσει μία σειρὰ ἀπὸ “ἱερὲς τελετουργίες”, ἀλλὰ –μεῖζον τούτου– γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα, ἂν τὸ θελήσει, νὰ θεραπευθεῖ ψυχοσωματικά. Κι ἀκόμα περισσότερο, νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του καὶ νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ζήσει τὴ Ζωή Του…
Ὅταν ὁ Θεός, κατὰ τὴν ἀνεξιχνίαστη πατρική Του πρόνοια καὶ ἀγάπη, ἀποκάλυψε καὶ σὲ ἐμένα τὸν μυστικὸ κῆπο τῆς Μετανοίας καὶ ξεκίνησα νὰ διάγω Μυστηριακὴ ζωή, τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε νὰ μπαίνει μία τάξη στὴν ψυχὴ μου. Δὲν ἦταν κάτι πού μοῦ τὸ εἶχαν πεῖ ἢ κάτι ποὺ τὸ περίμενα, ἀλλὰ κάτι ποὺ τὸ παρατήρησα ὁ ἴδιος νὰ συμβαίνει. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ αἰσθάνθηκα ἕνα ἀόρατο χέρι νὰ ἐπιτελεῖ ἀλλαγὲς μέσα μου. Ἡ αἴσθηση ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας – παρότι τότε δὲν ἀντιλαμβανόμουν οὔτε λέξη ἀπὸ ὅσα λέγονταν, μήτε κατανοοῦσα διανοητικὰ τὰ τελούμενα.
Ἄρχισα νὰ παρακολουθῶ τὶς ἀκολουθίες σὲ καθημερινὴ βάση καὶ νὰ ἐξομολογοῦμαι τακτικά. Στὴν ἀρχή, οἱ ἀλλαγὲς ἦταν ἁπτὲς καὶ καταλυτικές. Δὲν θὰ μποροῦσα φυσικὰ νὰ ἐξηγήσω μὲ λόγια τί ἀκριβῶς συνέβαινε μέσα μου ἢ νὰ καταδείξω τί ἀκριβῶς εἶχε ἀλλάξει ἢ ἄλλαζε. Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ὅμως, αἰσθανόμουν ὅλο καὶ πιὸ διαφορετικός.
Δὲν σκοπεύω ἐδῶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ συγκεκριμένα αἰσθήματα ἢ ἐσωτερικὰ βιώματα, ποὺ ἡ προοιμιακὴ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀφειδῶς μοῦ χάριζε ἐκεῖνο τὸν καιρό, διότι τὰ θεωρῶ ἱερὰ καὶ πὼς στὴν πραγματικότητα δὲν μοῦ “ἀνήκουν”· εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, περιουσία τοῦ Θεοῦ καὶ “φιλέματα” τῆς πλουσιόδωρης Δεξιᾶς Του. Θὰ ἤθελα, ἐπὶ τοῦ παρόντος, νὰ ἀσχοληθῶ μόνον μὲ αὐτὸ ποὺ προηγουμένως ἀποκάλεσα “ἀλλαγὲς μέσα μου”.
Κι ἐπειδὴ ἔχω γενικὰ τὴν τάση νὰ σκέπτομαι μὲ εἰκόνες, ἤδη ἀπὸ τότε σφηνώθηκε στὸ μυαλό μου αὐθόρμητα ἡ ἑξῆς εἰκόνα: Φαντάστηκα τὸν ἐσωτερικό μου κόσμο, τὴν ψυχή μου, σὰν ἕνα σπίτι τὸ ὁποῖο εἶχε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα παραμείνει κλειστὸ καὶ ἀκατοίκητο. Τὰ δωμάτια καὶ οἱ διάφοροι χῶροι ἀσφυκτικὰ γεμάτα μὲ βαριὰ ἔπιπλα, ποικίλα μικροπράγματα, συσκευές, σαβούρα… Ὅλα “ἀτάκτως ἐρριμμένα” ἢ στοιβαγμένα τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο, χωρὶς κάποια τάξη ἢ λογική, καλυμμένα μὲ σεντόνια καὶ ἕνα παχὺ στρῶμα σκόνης. Τὸ πάτωμα γεμάτο ἀκαθαρσίες. Στὰ ταβάνια καὶ τὶς γωνίες ἱστοὶ ἀπὸ ἀράχνες, σὰν ἀλλεπάλληλα πέπλα. Στὰ παράθυρα, καρφωμένες σανίδες δὲν ἐπιτρέπουν στὸ φῶς νὰ εἰσχωρήσει στὸ θεοσκότεινο ἐσωτερικό.
Καὶ ξαφνικὰ καταφθάνει καινούριος ἐνοικιαστής… Ἡ πρώτη, ἄμεση σημαντικὴ ἀλλαγὴ εἶναι νὰ ἀνοίξουν διάπλατα πόρτες καὶ παράθυρα καὶ νὰ μπεῖ μέσα –ύστερα ἀπὸ τόσον καιρὸ– τὸ Φῶς τοῦ Ἥλιου! Ἔπειτα, ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ ἐλευθερώνεται ὁ χῶρος: ἔπιπλα μετακινοῦνται, σαβούρα πετιέται, μικροαντικείμενα μπαίνουν πρὸς τὸ παρὸν στὴν ἄκρη. Γίνονται κάποιες πρῶτες χονδρικὲς τακτοποιήσεις, ἀνακατατάξεις, ἀντιμεταθέσεις. Γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθῶ σὲ ξεσκονίσματα, σκουπίσματα, σφουγγαρίσματα, ἀπολυμάνσεις… Ἦταν λὲς κι ἐκεῖνο τὸ ἀόρατο χέρι ἐργαζόταν πυρετωδῶς, προσπαθώντας νὰ ἐπιφέρει μία στοιχειώδη λειτουργικὴ εὐπρέπεια στὸ χάος.
Κάπως ἔτσι αἰσθανόμουν ἐκεῖνο τὸ πρῶτο διάστημα. Οἱ ρυθμοὶ ἀνακαίνισης φορὲς-φορὲς ἐμοίαζαν ἰλιγγιώδεις, ἀλλὰ διόλου δὲν μὲ πείραζε. Εἶχα δώσει τὴν πλήρη συγκατάθεσή μου. Εἶχα ἐμπιστευθεῖ τὸ νέο σπιτονοικοκύρη “ἐν λευκῷ”. Κι Ἐκεῖνος, γνωρίζοντας ὅτι μοῦ ἀρέσουν οἱ ὑψηλὲς ταχύτητες, μοῦ ἔκανε “επίδειξη” τῶν ἱκανοτήτων του… Ἦταν μία μοναδικὴ περίοδος· μία περίοδος ἀναγέννησης.
Οἱ διεργασίες συνεχίστηκαν ἀκάθεκτα κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια, σὲ κάπως πιὸ ἐλεγχόμενους ρυθμούς, διαλαμβάνοντας μία τόσο τεράστια ποικιλία σὲ ἐκφάνσεις καὶ ποιότητα, ποὺ θὰ μοῦ ἔπαιρνε ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο γιὰ νὰ τὶς περιγράψω…
Ὅταν πιὰ ἦρθα στὸ μοναστήρι, τὰ ἔργα ἀνακαίνισης τοῦ ἐσωτερικοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου μπῆκαν στὴν κύρια φάση τους. Τότε ὅλες οἱ ἐκκρεμότητες καὶ ὅλα τὰ θέματα, ἀπὸ τὸ πιὸ ἐπουσιῶδες μέχρι τὸ πιὸ σημαντικό, τέθηκαν ἐπὶ τάπητος. Περισσότερο Φῶς –ἄπλετο ὅσο ποτὲ– εἰσῆλθε, καταλάμποντας τὰ πάντα· εὐφραίνοντας καὶ καλοπιάνοντας μὲ ἀπὸ τὴ μία, καταδείχνοντας ὅμως μὲ τὸν πιὸ στυγνὸ τρόπο τὶς ἀτέλειες, τὶς ἐλλείψεις, τὶς κακοτεχνίες –ἐνίοτε καὶ τὰ χαλάσματα– ποὺ πρὶν δὲν εἶχα προσέξει.
Ἀναδείχθηκε περίτρανα σὲ ὅλη της τὴ φρικτὴ “μεγαλοπρέπεια” ἡ ἔνδεια τοῦ οἴκου μου, τοῦ κάποτε νομιζομένου λαμπροῦ καὶ περίδοξου. Οἱ μέχρι τότε ἐργασίες τακτοποίησης κι εὐπρεπισμοῦ –παρότι ἀξιοθαύμαστες– φάνταζαν πλέον στὰ μάτια μου ἐπουσιώδεις, ἐὰν ὄχι ἐπιφανειακὲς καὶ ἐμβαλωματικές. Ἦταν πλέον ξεκάθαρη ἡ ἀνάγκη γιὰ μία “ἐκ βάθρων” ἀναστύλωση…
Εὐτυχῶς, ὁ νέος σπιτονοικοκύρης διέθετε ὄχι μόνον μία ὑπερφυσικὴ ἱκανότητα κι εὐφυΐα καὶ τὶς ἀνυπέρβλητες τεχνικὲς γνώσεις ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ ἕνα τόσο ἐπίδοξο ἔργο, ἀλλὰ, θαρρεῖς, ἕνα “μαγικὸ ἄγγιγμα” ποὺ μποροῦσε νὰ ἀνακαινίζει καὶ νὰ ἀναδομεῖ ριζικά, χωρὶς νὰ καταστρέφει τὰ ὑπάρχοντα – συνδυασμένο μὲ μία ἀνείκαστη εὐσπλαγχνικὴ συγκατάβαση, ὥστε νὰ προχωρεῖ πάντα σύμφωνα μὲ τὶς ἑκάστοτε ἀντοχὲς καὶ προτιμήσεις μου…
Οἱ ἐργασίες ἄρχισαν πλέον νὰ ἀπαιτοῦν ὅλο καὶ περισσότερο τὴν δική μου ἔμπρακτη συμμετοχὴ καὶ συγκατάθεση. Ἀπὸ ἕνα σημεῖο κι ἔπειτα, οἱ ὅποιες ἀλλαγὲς κόστιζαν σὲ κόπο καὶ αἷμα – ἀλλὰ καὶ χρόνο. Ἦταν ὅμως γερὰ θεμελιωμένες καὶ στερεὲς –τὸ ἔνιωθα–, ἂν καί, κατὰ ἕναν τρόπο, μυστικὲς κι ἀθέατες στοὺς ἄλλους.
Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισαν νὰ λαμβάνουν χώρα οἱ μεγάλες “ἐκκαθαρίσεις”. Παμπάλαια ἔπιπλα τοῦ σπιτιοῦ σκωροφαγωμένα, ἄχρηστα χρηστικὰ ἀντικείμενα, ἐξεζητημένοι ἐξοπλισμοί, βιβλιοθῆκες ὁλόκληρες ποὺ ἀνέδιδαν τὴ μυρωδιὰ τοῦ ξυνισμένου χαρτιοῦ, βαλσαμωμένα πτηνά, ἄλμπουμ μὲ ξεθωριασμένες εἰκόνες νεκρῶν, δίσκοι ρετρὸ χιλιοπαιγμένοι, προσωπικὲς συλλογὲς ἀπὸ χῶμα, ζάχαρη καὶ μπαχαρικά… Σωρεία πραγμάτων, μικρῶν καὶ μεγάλων, ποὺ στὴν προηγούμενη ζωή μου φαίνονταν ἀπαραίτητα, ἢ κι ἄκρως ὀργανικά, τώρα πιὰ φάνταζαν περιττὸ βάρος καὶ ἑστίες μολύνσεως. Τὸ ἕνα πέταμα διαδεχόταν τὸ ἄλλο. Ὁρισμένες φορὲς ἀκόμα κι ὁ ἴδιος ἀναρωτιώμουν: “Μὰ πῶς βρέθηκε τοῦτο τὸ παλιόπραμα ἐδῶ μέσα;…” Ἤ: “Αὐτὸ ἀκόμα ἐδῶ εἶναι;…” Τὰ δωμάτια καὶ οἱ βοηθητικοὶ χῶροι ἄρχισαν νὰ ἀδειάζουν καὶ νὰ ἐλευθερώνονται σὲ πρωτοφανῆ βαθμό. Ἐνίωθα νὰ ἀναπνέω καθαρὸ ὀξυγόνο…
Οἱ συνεχεῖς ἐκκαθαρίσεις, ὡστόσο, δὲν ἄργησαν νὰ ἀναδείξουν ἕνα νέο πρόβλημα τοῦ οἴκου μου. Πολὺ συχνά, κατὰ τὴ μετακίνηση ἑνὸς ἀντικειμένου πρὸς ἀπομάκρυνση, διαισθανόμουν μιὰ φευγαλέα κίνηση ἀπὸ πίσω του. Ἀργότερα, σὲ ἀνύποπτες στιγμές, ἀντιλήφθηκα πολλάκις κάτι σὰν σκιὰ νὰ πετάγεται καὶ νὰ ἐξαφανίζεται πρὸς τὰ ἐνδότερα. Τελικά, μία ἡμέρα τὸ εἶδα…
Ἦταν ἕνα μικρὸ ποντικάκι! Δὲν ξέρω ἀκριβῶς πότε ἢ ἀπὸ ποῦ μπῆκε, ἀλλὰ ἔχω σοβαρὲς ὑποψίες ὅτι ἦταν μαζί μου ἐξ’ ἀρχῆς. Ἕως τώρα, προφανῶς ἔβρισκε ἄνετο καταφύγιο καὶ κρυψώνα στὴν πληθώρα τῶν ἀχρήστων ἀντικειμένων ποὺ συσσωρεύονταν στὸ σπίτι μου· γι’ αὐτὸ καὶ κατάφερνε νὰ περνᾶ ἀπαρατήρητο. Ὅταν τὰ πράγματα ἄρχισαν νὰ λιγοστεύουν, λιγόστεψαν κι οἱ ἐπιλογές του· δυσκόλεψε τὸ κρυφτούλι. Μέχρι ποὺ πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ παραμείνει ἄλλο ἀθέατο.
Στὴν ἀρχή, ὁμολογῶ, δὲν κατανόησα τὴ σοβαρότητα μίας τέτοιας συγκατοίκησης. Ἄργησα νὰ ἀναγνωρίσω ἀκριβῶς περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Δὲ λέω, ἡ ξαφνικὴ θέα του κάθε φορᾶ μοῦ προκαλοῦσε μιὰ ἀθέλητη ἐλαφρὰ ἀνατριχίλα· κι ἡ συμβίωση μαζί του, σίγουρα, δὲν ἦταν ἡ καλύτερη προοπτική. Ἀλλά, στὸ κάτω-κάτω, δὲν ἦταν παρὰ ἕνα μικρὸ ποντικάκι… Ἐδῶ ὑπῆρχαν πολὺ σοβαρότερα καὶ μεγαλύτερα ζητήματα ποὺ ἀπαιτοῦσαν ἄμεση λύση.
Ἀργότερα κατάλαβα. Ὅταν, ψυλλιασμένος πλέον, ξεκίνησα μία ἐξονυχιστικὴ ἐπιθεώρηση ὅλων τῶν κρυφῶν σημείων τοῦ σπιτιοῦ, δὲν βρῆκα οὔτε μία γωνιά, οὔτε ἕνα ἀντικείμενο ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔχει ροκανίσει ἢ μαγαρίσει μὲ τὶς ἀκαθαρσίες του. Ἀπόρησα, πῶς μποροῦσε ἕνα τόσο μικρὸ ζωάκι νὰ προκαλέσει μία τόσο μεγάλη καταστροφή. Θὰ πρέπει, ὑπέθεσα, νὰ ἦταν παράφρον, λυσσασμένο, ἢ νὰ τὸ ἔχει καταλάβει κάποιου εἴδους καταστροφικὴ μανία. Μὰ ποιὸ ἦταν, τέλος πάντων, αὐτὸ τὸ ποντικάκι;!…
Τὸ ἔμαθα ξαφνικὰ μιὰ νύχτα. Ἦταν ἀργὰ τὸ βράδυ καὶ βρισκόμουν σὲ ἐπαγρύπνηση, ὅταν τὸ συνέλαβα ἐπ’ αὐτοφόρω στὸ κελάρι, νὰ μασουλάει τὶς προμήθειες ποὺ μὲ τόσο κόπο εἶχα συγκεντρωμένες. Τὸ στρίμωξα στὴ γωνιὰ καὶ τὸ φώτισα μὲ τὸν φακό μου. Τότε εἶδα τὸ ἀπαίσιο παρατσούκλι του. Ἐπάνω στὴν γλιτσιασμένη τριχωτή του ράχη, σχηματισμένα μὲ μαῦρες λιγδερὲς χωρίστρες, διαγράφονταν τρία γράμματα: Ε-Γ-Ω
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν νύχτα ἡ ζωή μου ἄλλαξε. Κατάλαβα ὅτι, ὕστερα ἀπὸ τόση ἐργασία στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μου, ὕστερα ἀπὸ τόσους ἀνακαινισμοὺς κι ἐπιδιορθώσεις, τόσους κόπους καὶ ταλαιπωρίες, ἡ Αὐτοῦ Σκοτεινὴ Μεγαλειότης ὁ Ἐγωϊσμός μου ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ καὶ νὰ βασιλεύει ἐντός του. Καὶ μάλιστα ν’ ἁλωνίζει ἐλεύθερα κι ἀνεξέλεγκτα παντοῦ, σὰν νὰ ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἀληθινὸς ἰδιοκτήτης τοῦ σπιτιοῦ – μυστικά, ἀθέατα κι ἀθόρυβα μολύνοντας, καταστρέφοντας καὶ καταβροχθίζοντας ὅ,τι καλὸ βρεθεῖ μπροστά του…
Ἔκτοτε παρακολούθησα στενὰ τὸ μιαρὸ ἐτοῦτο τρωκτικὸ –ἂν κι ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἀλλάζει θέσεις εἶναι ἀστραπιαία– καὶ τὸ εἶδα πάμπολλες φορὲς νὰ εἰσέρχεται κρυφὰ στὴν σοφίτα τοῦ νοῦ μου, ἀλλοιώνοντας καὶ καταμαγαρίζοντας τὴν σκέψη μου. Τὸ ἀντιλήφθηκα νὰ ἔχει τρυπώσει στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς μου καὶ στὰ ἀμπάρια τῶν σπλάγχνων μου, γιὰ νὰ συλήσει, ἀχρηστεύσει ἢ παραποιήσει τὰ πιὸ πολύτιμα συναισθήματά μου. Τὸ συνάντησα καὶ πάλι μπροστά μου, κατεβαίνοντας στὸ λεβητοστάσιο τῶν πόθων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μου, νὰ ἀναμοχλεύει τὰ μηχανήματα καὶ τοὺς διακόπτες ποὺ διανέμουν ἐνέργεια σὲ ὅλο τὸ σπίτι, νὰ ροκανίζει σωλῆνες καὶ καλώδια καὶ νὰ κατασπείρει αἰσχρὰ πάθη…
Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὸν τὸν ἐπείσακτο, ἀνεπιθύμητο μουσαφίρη τὸν βρίσκω νὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ κάθε σχεδὸν κίνηση τῆς ψυχῆς μου. Πίσω ἀπὸ κάθε γνώμη καὶ θέλημά μου, κριτικὴ ἢ παγιωμένο σκεπτικό, ὁμιλία, πείραγμα ἢ ἀστεῖο. Γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθῶ σὲ παντὸς εἴδους ἐμπάθεια, σκληρότητα, δικαιολογία, ἐσωτερικὴ προστριβή, θλίψη καὶ κατάκριση… Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι ὅλα τὰ ἐνεργεῖ παριστάνοντας ἐμένα, μιμούμενος τὸν χαρακτήρα μου καὶ τὸν τρόπο ποὺ σκέπτομαι καὶ κινοῦμαι. Ὅταν, δέ, τὸν παίρνω χαμπάρι καὶ τὸν στριμώχνω στὴν γωνία, ἀπειλώντας νὰ τὸν τσακίσω μὲ τὸ μπαστούνι μου, τότε ἀρχίζει τὶς κλάψες, τὶς γαλιφιές, τὰ ἐπιχειρήματα, ἰσχυριζόμενος πὼς ὅ,τι κάνει τὸ κάνει γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ συμφέρον μου, προφασιζόμενος ὅτι πάντοτε ἐνεργεῖ ὑπερασπίζοντας τὰ δικαιώματά μου καὶ προστατεύοντας μὲ ἀπὸ τὴν κακία τοῦ κόσμου…
Πρόκειται ἀδιαμφισβήτητα γιὰ τὸν πιὸ εἰδεχθῆ, τὸν πιὸ ὕπουλο, τὸν πιὸ ἄσπονδο ἐχθρό μου. Ἕνας ἐχθρὸς ἀόρατος, ἀλλὰ καὶ “πανταχοῦ παρών”. Ἰσχνὸς καὶ χαμερπής, ἀλλὰ ταυτόχρονα δυνάστης καὶ ἐξουσιαστής.
Ἡ μάχη μαζί του ἐξακολουθεῖ νὰ μαίνεται μέχρι σήμερα. Καὶ εἶναι ἡ πιὸ αἱματηρή, ἡ πιὸ δύσκολη, ἀλλὰ καὶ πιὸ κρίσιμη μάχη τῆς ζωῆς μου. Ἀπὸ τὴν ἔκβασή της θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ ἐπιτυχία ἢ ὄχι τῆς πλήρους ἐξυγίανσης τῆς ψυχῆς μου καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς της στὴν πρωτοδημιουργηθεῖσα “φυσιολογική” της εἰκόνα – ποὺ ἦταν καὶ ὁ ἀρχικὸς στόχος. Νὰ καθαρθεῖ, δηλαδή, ὁ οἶκος μου “ἀπὸ πάσης κηλίδος” καὶ νὰ γίνει πάλι λαμπρὸς καὶ κατοικήσιμος.
Καὶ τότε, ὁ καινούριος σπιτονοικοκύρης, ὁ διευθύνων καὶ ἐπιβλέπων ἐπὶ τοσοῦτο διάστημα τὶς ἐργασίες ἀνακαίνισης, ἴσως καταδεχθεῖ –ὅπως ὁ Ἴδιος ἀψευδῶς ὑποσχέθηκε– νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ ὡς Βασιλεὺς τῆς Δόξης καὶ νὰ περιπατήσει ἐντός του· καὶ νὰ συμφάγει καὶ νὰ συγκατοικήσει μαζί μου. Ἐπειδὴ Αὐτὸς πρῶτος τὸ ἠθέλησε.
Μοναχοῦ Ἁγιορείτου